- εμπροστινός
- η , ό передний;
εμπροστινά βαγόνια — передние вагоны;
εμπροστινές θέσεις — передние места
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εμπροστινά βαγόνια — передние вагоны;
εμπροστινές θέσεις — передние места
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εμπροσθινός — και μπροστινός, ή, ό (Μ ἐμπροσθινός και μπροστινός και ἐμπροστινός και ὀμπροστινός) 1. πρόσθιος, εμπρόσθιος, μπροστινός 2. προηγούμενος («ὁ μπροστινός της ἄνδρας», Λίβ.) μσν. (για στρατιώτη) αυτός που βρίσκεται στην εμπροσθοφυλακή, στην προκάλυψη … Dictionary of Greek