εμπροστινός

εμπροστινός
η , ό передний;

εμπροστινά βαγόνια — передние вагоны;

εμπροστινές θέσεις — передние места


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εμπροστινός" в других словарях:

  • εμπροσθινός — και μπροστινός, ή, ό (Μ ἐμπροσθινός και μπροστινός και ἐμπροστινός και ὀμπροστινός) 1. πρόσθιος, εμπρόσθιος, μπροστινός 2. προηγούμενος («ὁ μπροστινός της ἄνδρας», Λίβ.) μσν. (για στρατιώτη) αυτός που βρίσκεται στην εμπροσθοφυλακή, στην προκάλυψη …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»